- τσαουλί
- το, Νο καρπός τής τσαουλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δια-ύλιον «γεμάτο ύλη, χυμό» (πρβλ. τζάνερο*, πιθ. < *διάνερο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαουλί — το ο καρπός της τσαουλιάς, το βερίκοκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
τσαουλιά — (I) η, Ν [τσαουλί] είδος βερικοκιάς. (II) τα, Ν κοινή ονομασία ποικιλίας φασολιών … Dictionary of Greek